Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταμαρτυρώ [katamartiró] Ρ10.11α : κατηγορώ κπ. για κτ., του αποδίδω αξιόποινες ή επιλήψιμες πράξεις: Πολλά του καταμαρτυρούν. Tι έχεις να μου καταμαρτυρήσεις;
[λόγ. < αρχ. καταμαρτυρῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταμαρτυρώ.
-
- 1) Bεβαιώνω (πιθ. με όρκο), διακηρύσσω:
- εις γην κατεμαρτύρησες εις πόθον να μην έμπεις (Λίβ. Sc. 603).
- 2) Διαφημίζω (κάπ.):
- οι μάθησές του αι πολλαί … ως σάλπιγγες τον καταμαρτυρούσι (Τζάνε Εμμ., Αφ. 14112).
- 3) Κατηγορώ κάπ.:
- Δεν αποκρένεσαι εις αυτά οπού σε καταμαρτυρούν; (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 269v).
[αρχ. καταμαρτυρέω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Bεβαιώνω (πιθ. με όρκο), διακηρύσσω: