Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταθορυβώ [kataθorivó] -ούμαι Ρ10.9 : θορυβώ κπ. πάρα πολύ, προκαλώ σε κπ. πολύ μεγάλη ανησυχία ή σύγχυση: H είδηση για ενδεχόμενο πόλεμο καταθορύβησε τον κόσμο. Οι πολιτικοί μου αντίπαλοι είναι καταθορυβημένοι από τα πρώτα εκλογικά αποτελέσματα.
[λόγ. < ελνστ. καταθορυβῶ]