Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιστορώ [istoró] -ούμαι Ρ10.9 : 1. εκθέτω, κατά χρονική σειρά, τα στοιχεία που συνθέτουν ένα συμβάν ή γεγονός· εξιστορώ, αφηγούμαι. 2. (ειδικότ.) διακοσμώ με ζωγραφικές παραστάσεις συμβάντων και προσώπων, κυρίως από τη βιβλική και εκκλησιαστική παράδοση· (πρβ. εικονογραφώ): Ο ναός ιστορήθηκε τον 6ο μ.X. αι. Iστορημένο βυζαντινό χειρόγραφο, εικονογραφημένο.
[1: λόγ. < αρχ. ἱστορῶ· 2: μσν. ιστορώ (στη νέα σημ., γιατί οι εικόνες “εξιστορούσαν” τη ζωή των ιερών προσώπων) < αρχ. ἱστορῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ιστορώ· ’στορώ.
-
- 1) Εξιστορώ, αφηγούμαι, διηγούμαι:
- τούτο και μόνον ιστορώ, τούτο και μόνον γράφω (Καλλίμ. 2173).
- 2) (Ενεργ. και μέσ.) αναθυμούμαι, αναπολώ, αναπλάθω:
- κυρά μου, ’στόρησε και βάλε με τον νουν σου (Ερωτοπ. 626).
- 3) Ζωγραφίζω:
- Ούτε ζωγράφος δύναται ποσώς να ιστορήσει (Διήγ. παιδ. 392).
[αρχ. ιστορέω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Εξιστορώ, αφηγούμαι, διηγούμαι: