Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιστορίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ιστορίζω· ’στορίζω.
  • α) Απεικονίζω, αναπαριστώ ζωγραφικά ή ανάγλυφα:
    • ήτον ο Έρωτας γυμνός και απάνου ιστορισμένος (Λίβ. Esc. 506
  • β) εικονογραφώ:
    • ιστορίζει θαυμαστούς ναούς (Διήγ. παιδ. 396).

[<αόρ. του ιστορώ. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες