Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ισοψηφώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισοψηφώ [isopsifó] Ρ10.9α : παίρνω ίσο αριθμό ψήφων με άλλον σε μια ψηφοφορία: Iσοψηφούν δύο υποψήφιοι ενός συνδυασμού. Οι προτάσεις των αντιπάλων ισοψήφησαν με 110 ψήφους. Οι εκλογές θα επαναληφθούν μεταξύ των δύο πρώτων συνδυασμών που ισοψήφησαν.

[λόγ. < αρχ. επίθ. ἰσόψηφ(ος) `με ίσες ψήφους΄ ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες