Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ισομοιράζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ισομοιράζω.
  • Χωρίζω σε ίσα μερίδια:
    • να ισομοιράσουσιν τον τόπον (Χρον. Μορ. P 1650).

[<αρχ. επίθ. ισόμοιρος + κατάλ. άζω. Μτχ. ισομοιρασμένος στο Βλάχ. Τ. σήμ. ιδιωμ. (Andr., λ. ισομοιρώ). Η λ. στο Somav.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες