Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ισοβαθμώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισοβαθμώ [isovaθmó] Ρ10.9α : έρχομαι στην ίδια βαθμίδα μιας βαθμολογικής κλίμακας με κπ. άλλον, παίρνω τον ίδιο βαθμό: Οι τρεις πρώτες ομάδες ισοβάθμησαν.

[λόγ. ισόβαθμ(ος) -ώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες