Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ισκιώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισκιώνω [iskóno] Ρ1α : κάνω σκιά, ρίχνω τη σκιά μου πάνω σε κτ.· σκιάζω: Tη μικρή αυλή την ίσκιωνε μια κληματαριά.

[ίσκι(ος) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες