Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιριδίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιριδίζω [iriδízo] Ρ2.1α : εμφανίζω, κάνω ιριδισμούς.

[λόγ. ιριδ- (ίριδα) -ίζω μτφρδ. γαλλ. iriser < αρχ. rρις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες