Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιππεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιππεύω [ipévo] Ρ5.1α : ανεβαίνω, είμαι ανεβασμένος επάνω σε άλογο· (πρβ. καβαλικεύω). ANT αφιππεύω. ΦΡ ιππεύει τον Πήγασο*.

[λόγ. < αρχ. ἱππεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες