Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιντριγκάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιντριγκάρω [indrigáro & intrigáro] Ρ6α : (προφ.) μηχανορραφώ.

[ιταλ. intrigar(e) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες