Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιθύνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιθύνων -ουσα -ον [iθínon] Ε12 : (λόγ.) που διευθύνει, καθοδηγεί: Ο ~ νους, το πρόσωπο που σκέφτεται, αποφασίζει και δίνει τις γενικές κατευθύνσεις για όλα, σε μια ομαδική δραστηριότητα ή σε ένα σύνολο ατόμων με κοινή δράση. Ο ~ νους της εταιρείας / του συλλόγου. Συνελήφθη ο ~ νους της μεγάλης ληστείας, ο εγκέφαλος. H ιθύνουσα τάξη της κοινωνίας, η άρχουσα τάξη. || (ως ουσ.) οι ιθύνοντες, τα πρόσωπα που διευθύνουν, καθοδηγούν· οι επικεφαλής.

[λόγ. < αρχ. ἰθύνων μεε. του ἰθύνω `διευθύνω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες