Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιερατεύω [ieratévo] Ρ5.1α : υπηρετώ ως ιερέας, ασκώ τα καθήκοντά μου ως ιερέας· (πρβ. εφημερεύω): Ο παπα-Γιάννης είχε ιερατεύσει σε εκκλησία της Πόλης.
[λόγ. < ελνστ. ἱερατεύω]