Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιεραρχώ [ierarxó] -ούμαι Ρ10.9 : κατατάσσω, τοποθετώ νοερά σε μια σειρά προτεραιότητας, αξίας ή εξάρτησης: ~ κάποιους στόχους / κάποια αιτήματα / κάποιες διεκδικήσεις. || Iεραρχημένοι στόχοι.
[λόγ. ιεραρχ(ία) -ώ μτφρδ. γαλλ. hiérarchiser < hiérarchie (δες στο ιεραρχία) (πρβ. ελνστ. ἱεραρχῶ `οδηγώ προς τα ιερά΄)]