Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιδροκοπώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδροκοπώ [iδrokopó] Ρ10.1α : χύνω άφθονο ιδρώτα. || (επέκτ.) κοπιάζω, μοχθώ.

[μσν. ιδροκοπώ < *ιδρωτοκοπώ με απλολ. [oto > o] < ιδρωτ- (δες ιδρώτας) -ο- + -κοπώ]

[Λεξικό Κριαρά]
ιδροκοπώ.
  • (Μεταφ.) κοπιάζω, κουράζομαι:
    • βάνει και την σάρκαν του εις κίνδυνα διά σένα και ιδροκοπεί, κακοπαθεί (Σπαν. V 139).

[<ιδρώνω + κοπώ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες