Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδιωτεύω [iδiotévo] Ρ5.1α : (λόγ.) παύω να ασκώ ένα δημόσιο λειτούργημα ή αποσύρομαι από τη δημόσια ζωή και ζω ως απλός πολίτης: Παραιτήθηκε από υπουργός και ιδιωτεύει. Mετά την εκλογική του αποτυχία αποφάσισε να ιδιωτεύσει.
[λόγ. < αρχ. ἰδιωτεύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ιδιωτεύω.
-
- Α´ (Μτβ.) εμποδίζω κάπ. να αναμιχθεί στη δημόσια ζωή, τον καθιστώ ιδιώτη:
- ίνα εμέ τον κληρονόμον της αρχής … της βασιλείας γυμνώσῃς και ιδιωτεύσῃς (Ψευδο-Σφρ. 18628).
- Β´ (Αμτβ.) ζω σαν ιδιώτης, δεν αναμιγνύομαι στα κοινά:
- ιδιωτεύων εν Προύσῃ εκάθητο (Δούκ. 27519).
[αρχ. ιδιωτεύω. Η λ. και σήμ.]
- Α´ (Μτβ.) εμποδίζω κάπ. να αναμιχθεί στη δημόσια ζωή, τον καθιστώ ιδιώτη: