Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιδανικεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδανικεύω [iδanikévo] -ομαι Ρ5.1 : (λόγ.) αποδίδω σε κτ. ιδανική υπόσταση· εξιδανικεύω.

[λόγ. ιδανικ(όν) -εύω μτφρδ. γαλλ. idéaliser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες