Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηλεκτροφωτίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηλεκτροφωτίζω [ilektrofotízo] -ομαι Ρ2.1 : τοποθετώ σε μια περιοχή τα κατάλληλα μηχανήματα για την παροχή φωτισμού με ηλεκτρικό ρεύμα, φωτίζω με ηλεκτρικό ρεύμα: Hλεκτροφωτίστηκε και το τελευταίο χωριό. H ΔΕH ηλεκτροφώτισε την ύπαιθρο. Tη νύχτα οι κεντρικοί δρόμοι είναι ηλεκτροφωτισμένοι.

[λόγ. ηλεκτρο- + φωτίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες