Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζώνω [zóno] -ομαι Ρ1 παθ. αόρ. ζώστηκα, απαρέμφ. ζωστεί, μππ. ζωσμένος : 1α. τυλίγω κτ. γύρω από κτ. ή από κπ.: Έζωσε ένα σκοινί στη μέση του και κατέβηκε στο πηγάδι. β. τοποθετώ, κρεμώ στη ζώνη μου, στη μέση μου κτ.: Zώνουν τ΄ άρματά τους. Zώστηκε το σπαθί. Zωσμένοι (με) τ΄ άρματα. 2. περιβάλλω γύρω γύρω κτ.: Οι φλόγες έζωσαν από παντού το σπίτι, περικύκλωσαν. Ψηλά βουνά ζώνουν την πεδιάδα, περιβάλλουν. Έζωσαν το κάστρο από στεριά και θάλασσα, περικύκλωσαν, πολιόρκησαν. 3. (μτφ.) κυριαρχούμαι από ένα έντονο και βασανιστικό συναίσθημα: Mε ζώνει η αγωνία, βασανίζομαι από αγωνία, αγωνιώ πολύ. Mε ζώνουν οι υποψίες. ΦΡ με ζώνουν (τα) μαύρα φίδια / τα φίδια, βασανίζομαι από υποψίες, ανησυχώ σοβαρά.

[μσν. ζώνω < αρχ. ρ. ζών(νυμι), ζων(νύω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. ζωσ-]

[Λεξικό Κριαρά]
ζώνω.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Περιβάλλω με ζώνη:
      • τ’ απάκια σας ζωσμένα (Πεντ. Έξ. XII 11).
    • 2) Περιβάλλω:
      • η ζηλειά … ωσάν λουρί τον ζώνει (Δεφ., Λόγ. 378
      • (μεταφ.):
        • πόνοι σφικτοί με ζώνουσιν (Παρασπ., Βάρν. C 145).
    • 3) Περιζώνω, πολιορκώ:
      • εζώσανε το γύρο τα τειχία της ελεεινής Πόλης (Χρον. σουλτ. 888).
    • 4) Φορώ κ.:
      • ζώνω … τα άρματά μου (Λίβ. P 2402).
  • II. Μέσ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1) Ζώνομαι, φορώ κ.:
        • εζωσμένοι τας αλυσίδας (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1397· Θυσ. 746
        • (με σύστ. αντικ.):
          • ζώσμαν εζώσθην σιδηρόν (Φλώρ. 533
        • φρ. ζώνομαι τον όφην = φθονώ:
          • (Σπαν. (Λάμπρ.) Va 226).
      • 2) (Μεταφ., με αντικ. που δηλώνει αξίωμα):
        • την βασιλειά ζωσμένος (Ριμ. Βελ. ρ 574
        • φρ.
          • (1) ζώνομαι ζώνην ισχυράν = αναλαμβάνω αξίωμα:
            • (Αλφ. 1426
          • (2) ζώνομαι την πίστιν = εξοπλίζομαι, είμαι θωρακισμένος με πίστη:
            • (Παρασπ., Βάρν. C 59).
      • 3) Περιβάλλω:
        • όλην την μέσην ζώνεται (ενν. η άλυσις) (Γεωργηλ., Θαν. 144).
    • Β´ Αμτβ.
      • 1) Φορώ τη ζώνη μου:
        • Η δε κόρη … εζώσθη σφικτά (Διγ. Άνδρ. 35426).
      • 2) Ντύνομαι:
        • σθεναροί τῳ σώματι, δέρμασιν εζωσμένοι (Βίος Αλ. 4212).

[<αόρ. έζωσα του αρχ. ζώννυμι. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες