Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζάφτω [záfto] Ρ4α : (λαϊκότρ.) χτυπώ κπ. δυνατά και ξαφνικά (με το χέρι μου)· αστράφτωII2β: Mόλις τ΄ άκουσε, γυρίζει και του ζάφτει μια. ΦΡ το ζάφτει (το κρασί, το ποτό), μπορεί και πίνει πολύ.
[αραβ. dabt -ω (δες στο ζάφτι) ή τουρκ. zaptetmek]