Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζάφτω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζάφτω [záfto] Ρ4α : (λαϊκότρ.) χτυπώ κπ. δυνατά και ξαφνικά (με το χέρι μου)· αστράφτωII2β: Mόλις τ΄ άκουσε, γυρίζει και του ζάφτει μια. ΦΡ το ζάφτει (το κρασί, το ποτό), μπορεί και πίνει πολύ.

[αραβ. dabt (δες στο ζάφτι) ή τουρκ. zaptetmek]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες