Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εφυαλώνω [efialóno] -ομαι Ρ1 : (τεχν.) επικαλύπτω μια επιφάνεια με υαλώδες επίχρισμα: Mεταλλικός σκελετός με επένδυση εφυαλωμένου αμιαντοτσιμέντου.
[λόγ. εφ- ύαλ(ος) -ώ > -ώνω απόδ. γαλλ. vitrifier]