Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εφορεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εφορεύω [eforévo] -εται Ρ5.1 : εκτελώ καθήκοντα εφόρου 2.

[λόγ. < αρχ. ἐφορεύω]

[Λεξικό Κριαρά]
εφορεύω.
  • (Εκκλ.) εκτελώ χρέη επισκόπου:
    • (Σεβήρ., Ενθύμ. 285).

[αρχ. εφορεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες