Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εφοπλίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εφοπλίζω.
  • (Μέσ.) οπλίζω:
    • (Πρέσβ. ιππ. 54).

[αρχ. εφοπλίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες