Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εφάπτομαι [efáptome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : για επιφάνεια ή για την περίμετρό της, όταν ακουμπά σε ένα ή σε όλα τα σημεία μιας άλλης επιφάνειας ή περιμέτρου: Tο ένα σπίτι εφάπτεται στο άλλο. Tα δύο κτίσματα εφάπτονται. Οικόπεδο που εφάπτεται / εφαπτόμενο σε κεντρικό δρόμο. H στενή πλευρά του κρεβατιού εφάπτεται στον τοίχο. || (γεωμ.) εφαπτόμενο επίπεδο.
[λόγ. < ελνστ. ἐφάπτομαι, αρχ. σημ.: `πιάνω στο χέρι΄]