Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευφραίνω [efréno] -ομαι Ρ7.2 (χωρίς μππ.) : προξενώ σε κπ. πολλή ευχαρίστηση ή χαρά: Ευφραίνεται η ψυχή σου, όταν βρίσκεσαι κοντά στη φύση. H μουσική ευφραίνει την ακοή του ανθρώπου. Ήπιαν το γλυκόπιοτο κρασί και ευφράνθηκαν. (εκκλ. έκφρ.) οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου, για να δηλώσουμε την απόλαυση που προσφέρει το κρασί.
[λόγ. < αρχ. εὐφραίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευφραίνω· ’φραίνω· μτχ. ενεστ. ευφραινόντες.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ (Μτβ.) προκαλώ ευφροσύνη, χαρά σε κάπ.:
- (Διγ. Άνδρ. 39821).
- Β´ (Αμτβ.) ευχαριστιέμαι, χαίρομαι:
- πολλά τον περιχαίρουνται (ενν. τον Ιμπέριον) σκιρτώντες, ευφραινόντες (Ιμπ. (Legr.) 1037).
- Α´ (Μτβ.) προκαλώ ευφροσύνη, χαρά σε κάπ.:
- II. Μέσ.
- 1) Ευχαριστιέμαι, χαίρομαι:
- (Διγ. O 1702).
- 2) (Προκ. για ερωτική απόλαυση):
- ευφραίνετο μετά της θυγατρός του (Απολλών. 355).
- 1) Ευχαριστιέμαι, χαίρομαι:
[αρχ. ευφραίνω. Μέσ. ’φραίνομαι σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.