Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευφημώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ευφημώ.
– Βλ. και ευφημίζω.
  • 1) Επευφημώ:
    • (Βέλθ. 972).
  • 2) Τιμώ, επαινώ:
    • Όποια ’ποθάνει ’ς πόλεμον, … ως θεά περσότερο όλες την ευφημούμε (Αλεξ. 2502).

[αρχ. ευφημέω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες