Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευπρεπίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευπρεπίζω [efprepízo] -ομαι Ρ2.1 : περιποιούμαι την εξωτερική εμφάνιση, κάνω κπ. ή κτ. πιο εμφανίσιμο: Πρέπει να αλλάξω ρούχα για να ευπρεπιστώ λιγάκι. Nα ευπρεπίσεις λίγο τα μαλλιά σου. Δουλέψαμε πολύ για να ευπρεπίσουμε το σχολείο / την πόλη μας με καθαριότητα και τάξη.

[λόγ. ενεργ. < ελνστ. εὐπρεπίζομαι `είμαι αποδεχτός΄ (< συμφυρ. εὐπρεπής + εὐτρεπίζω)]

[Λεξικό Κριαρά]
ευπρεπίζω.
  • Μέσ.
    • 1) Προικίζομαι με κ.:
      • μ’ αρετές και χάριτες ήσαν ευπρεπισμένοι (Λίμπον. 102).
    • 2) Γίνομαι κατάλληλος για κ., προετοιμάζομαι:
      • του νοός οξύτηταν καλώς ευπρεπισμένην (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 60).

[μτγν. ευπρεπίζω. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες