Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευπορώ [efporó] Ρ10.9α : είμαι εύπορος: Οικογένειες / κοινωνικές τάξεις που ευπορούν.
[λόγ. < αρχ. εὐπορῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευπορώ.
-
- 1) Έχω τη δυνατότητα, είμαι ικανός, μπορώ:
- Ουκ ευπορώ καταλεπτώς γράφειν σοι τα τοιαύτα (Σπαν. (Λάμπρ.) Va 34· Σπαν. V 186).
- 2) Βρίσκω, έχω:
- ει δε ουκ ευποροίης της κνίδης το σπέρμα, … (Ιερακοσ. 3861‑2).
[αρχ. ευπορέω]
- 1) Έχω τη δυνατότητα, είμαι ικανός, μπορώ: