Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευνομούμαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευνομούμαι [evnomúme] Ρ10.9β : για πολιτεία που διοικείται σωστά, στην οποία ισχύουν και εφαρμόζονται δίκαιοι νόμοι, συνήθ. στη μπε.: Σε κανένα ευνομούμενο κράτος δεν είναι αποδεκτή η αυτοδικία.

[λόγ. < αρχ. εὐνομοῦμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες