Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευλαβούμαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευλαβούμαι [evlavúme] Ρ10.9β : (λόγ.) εκδηλώνω ευλάβεια, σέβομαι κπ. ή κτ.: Ευλαβείται τους γονείς του / τους νόμους.

[λόγ. < αρχ. εὐλαβοῦμαι `τιμώ το θεό΄]

[Λεξικό Κριαρά]
ευλαβούμαι.
– Βλ. και ευλάβομαι, ευλαβώ.
  • 1) Σέβομαι κάπ.:
    • ευλαβούμενοι και τον γηραιόν (ενν. αυθέντην) (Έκθ. χρον. 5420
    • να τιμάς και να τους ευλαβείσαι (ενν. τους μοναχούς) (Ιστ. Βλαχ. 1852).
  • 2) Ντρέπομαι· διστάζω από σεβασμό:
    • θεωρεί την (ενν. ο Διγενής την κόρην) …, μα πάλι ευλαβήθην (Διγ. O 2940).
  • 3) Ανησυχώ:
    • διήγησιν γαρ βούλομαι υμίν να ανθιβάλω, αλλ’ ευλαβούμαι μήπως γε ως αδόκιμος σφάλω (Παϊσ., Ιστ. Σινά 14).
  • Η μτχ. ενεστ. ως επίθ. = ευλαβικός, ευσεβής:
    • ευλαβούμενην καρδιάν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [847]).

[αρχ. ευλαβέομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες