Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευκαιρώ [efkeró] Ρ10.9α : έχω στη διάθεσή μου ελεύθερο χρόνο, για να κάνω κτ. που συνήθ. δεν ανήκει στις καθημερινές υποχρεώσεις μου, είμαι εύκαιρος, έχω ευκαιρία· αδειάζω 2: Tόσον καιρό δεν ευκαίρησα να του γράψω / να του τηλεφωνήσω / να διορθώσω τη φούστα μου. Aν ευκαιρήσεις, έλα.
[λόγ. < αρχ. εὐκαιρῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευκαιρώ.
-
- Α´ (Μτβ.) έχω ελεύθερο καιρό, ευκαιρώ:
- Δεν ευκαιρώ να έρχομαι (Ερωτοπ. 452).
- Β´ Αμτβ.
- 1) Είμαι, μένω άδειος:
- η κοιλιά μου ηυκαίρησεν από την αφαγίαν (Προδρ. I 259).
- 2) Πετυχαίνω:
- την λόγχην προσακοντίσας ευκαιρεί και μέγα πλήξας τούτον (Βίος Αλ. 1082).
- 1) Είμαι, μένω άδειος:
[μτγν. ευκαιρέω. Η λ. και σήμ.]
- Α´ (Μτβ.) έχω ελεύθερο καιρό, ευκαιρώ:
[Λεξικό Κριαρά]
- ευκαιρώνω· μτχ. παρκ. φκαιρωμένος.
-
- Α´ Μτβ.
- 1) Αδειάζω:
- ευκαίρωσε το σεντουκόπουλον (Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών τκς´).
- 2) «Αδειάζω», εγκαταλείπω:
- άρχισαν τες πλάτες να γυρίζουν, και … ευκαίρωναν τον κάμπον (Θησ. (Foll.) I 77).
- 1) Αδειάζω:
- Β´ (Αμτβ.) φεύγω:
- όλους να τους σφάζουσιν …, αν εκ τον τόπον της γουργά δεν … ευκαιρώνουν (Θησ. (Foll.) I 11).
- Η μτχ. παρκ. φκαιρωμένος ως επίθ. = άδειος, εγκαταλειμμένος:
- το είχαν φκαιρωμένον (ενν. το κάστρον) (Ιστ. Βλαχ. 917).
[<επίθ. εύκαιρος + κατάλ. ‑ώνω. Η λ. στο Somav. και σήμ. ποντ.]
- Α´ Μτβ.