Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευθυγραμμίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευθυγραμμίζω [efθiγramízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.(για πρόσ. ή πργ.) το τοποθετώ σε τέτοια θέση σε σχέση με κπ. ή με κτ. άλλο, ώστε να σχηματίζεται μία νοητή ευθεία γραμμή: Tα θρανία στην αίθουσα δεν είναι εντελώς ευθυγραμμισμένα. Ευθυγραμμιστείτε ο ένας πίσω από τον άλλο. ~ τα γράμματα / τους στίχους μιας σελίδας. β. τοποθετώ κτ. στην κανονική του θέση σε σχέση με κτ. άλλο: H βιβλιοθήκη να είναι τελείως ευθυγραμμισμένη στον τοίχο. 2. (μτφ.) διαμορφώνω τη συμπεριφορά μου, την τακτική μου κτλ. έτσι ώστε να αντιστοιχεί με κάποιου άλλου, να είναι όμοια με αυτού: H Ελλάδα ευθυγραμμίζει την αμυντική της πολιτική με τη συμμαχική. || (παθ.): συμπεριφέρομαι ή ενεργώ όπως κάποιος άλλος: H αντιπολίτευση ευθυγραμμίζεται με την κυβέρνηση στα εθνικά θέματα. || (πληθ.) για πρόσωπα που συμπεριφέρονται ή ενεργούν με τον ίδιο τρόπο: Πρέπει να ευθυγραμμιστούμε, για να πετύχουμε το σκοπό μας.

[λόγ. ευθύγραμμ(ος) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες