Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ετεροχρονίζω [eteroxronízo] -ομαι Ρ2.1 μππ. ετεροχρονισμένος* : μεταθέτω για αργότερα το χρόνο εκτέλεσης μιας ενέργειας, ύστερα από τον κανονικό ή τον καθορισμένο.
[λόγ. ετερο- + χρόν(ος) -ίζω]