Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εσωτερικεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εσωτερικεύω [esoterikévo] -ομαι Ρ5.1 : αποδέχομαι κτ. (ιδέες, αξίες, κανόνες ζωής κτλ.) πλήρως και το κάνω στοιχείο της προσωπικότητάς μου.

[λόγ. εσωτερικ(ός) -εύω μτφρδ. αγγλ. internalize, interiorize]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες