Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εσοδεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εσοδεύω [esoδévo] Ρ5.1α : (σπάν.) έχω ως εισόδημα ή έσοδο.

[λόγ. < μσν. εσοδεύω < έσοδ(ο) -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες