Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερυθριώ [eriθrió] Ρ10.4α : (λόγ.) κοκκινίζω στο πρόσωπο συνήθ. από ψυχολογικά αίτια, από ντροπή ή αμηχανία: Παραδέχεσαι ότι είσαι συκοφάντης και δεν ερυθριάς;
[λόγ. < αρχ. ἐρυθριῶ]