Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερυθραίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερυθραίνω [eriθréno] -ομαι Ρ7.2 (χωρίς μππ.) : (λόγ.) κοκκινίζω.

[λόγ. < ελνστ. ἐρυθραίνω, αρχ. σημ.: `είμαι κόκκινος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες