Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερημοδικώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερημοδικώ [erimoδikó] Ρ10.9α : (νομ.) (για διάδικο) δεν παρίσταμαι στη δίκη.

[λόγ. ερημοδικ(ία) -ώ (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες