Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επταπλασιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επταπλασιάζω [eptaplasiázo] -ομαι & εφταπλασιάζω [eftaplasiázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κτ. εφτά φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο: Επταπλασιάστηκαν οι τιμές την τελευταία εικοσαετία.

[λόγ. < ελνστ. ἑπταπλασιάζω· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες