Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εποχούμαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εποχούμαι.
  • 1) Ανεβαίνω:
    • έπαιζον (ενν. οι ταώνες) εποχούμεναι εις των δένδρων τους κλώνους (Διγ. Gr. 2361).
  • 2) Κατευθύνομαι· κατεβαίνω:
    • βόστρυχοι εποχούμενοι έως την γην (Διγ. Z 2801).

[αρχ. εποχέομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες