Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επονοματίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
επονοματίζω.
  • Δίνω όνομα σε κ., ονομάζω:
    • (Χούμνου, Κοσμογ. 865).

[<πρόθ. επί + ονοματίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες