Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εποικίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εποικίζω [epikízo] -ομαι Ρ2.1 : εγκαθιστώ ανθρώπους σε μια περιοχή συνήθ. αραιοκατοικημένη· (πρβ. αποικίζω): Γάλλοι εποίκισαν πρώτοι τον Kαναδά και Άγγλοι την Aυστραλία. Εποικίζεται μία περιοχή, εγκαθίστανται σ΄ αυτήν άνθρωποι. || (για οργανωμένο εποικισμό): H Mακεδονία εποικίστηκε από τους πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής.

[λόγ. < ελνστ. ἐποικίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες