Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επάγω [epáγo] -ομαι Ρ αόρ. επήγαγα, απαρέμφ. επαγάγει, παθ. αόρ. γ' πρόσ. (λόγ.) επήχθη, επήχθησαν, απαρέμφ. επαχθεί : (σπάν.) κάνω επαγωγή 1.
[λόγ. < αρχ. ἐπάγω]
[Λεξικό Κριαρά]
- επάγω.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Οδηγώ· παρασύρω:
- (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 146)·
- (μεταφ.):
- (Καλλίμ. 748).
- 2) Επιφέρω, προκαλώ:
- (Βίος Αλ. 2814).
- 1) Οδηγώ· παρασύρω:
- II. (Μέσ.) οδηγώ:
- εισέβηκα την θύραν … μη τινάς επαγόμενος μαχίμους στρατιώτας (Προδρ. Ι 133).
[αρχ. επάγω]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επαγωγέας ο [epaγojéas] Ο21 : (φυσ., τεχνολ.) μαγνήτης ή σύστημα μαγνητών που προκαλεί επαγωγή σε ηλεκτρικές μηχανές.
[λόγ. επαγωγ(ή) -εύς > -έας μτφρδ. γαλλ. inducteur (διαφ. το αρχ. ἐπαγωγεύς `στρώμα πηλού σε τοίχο΄ & το μσν. επαγωγεύς `που εισάγει΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επαγωγή 1 η [epaγojí] Ο29 : 1.(λογ.) νοητική λειτουργία, η οποία ξεκινά από το μερικό ή το ειδικό και καταλήγει στο γενικό. ANT παραγωγή: Tέλεια / ατελής ~. Mαθηματική ~. || το σχετικό είδος συλλογισμού. 2. (νομ.) πρόσκληση σε κπ. να συμμετάσχει σε ορισμένη νομική διαδικασία: ~ όρκου / επιτροπείας / κηδεμονίας / κληρονομιάς.
[λόγ.: 1: αρχ. ἐπαγωγή· 2: κατά την αρχ. φρ. ἐπάγομαι μαρτύρια `φέρνω μαρτυρίες΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επαγωγή 2 η : α.(φυσ.) δημιουργία ηλεκτρικής τάσης ή μαγνητικού πεδίου εξ αποστάσεως με χρήση ηλεκτρικού ρεύματος ή μαγνήτη: Hλεκτρική / μαγνητική ~. Hλεκτρικό ρεύμα / μαγνητισμός εξ επαγωγής. β. (βιολ.) η διαδικασία διαφοροποίησης των ιστών και των οργάνων.
[λόγ. < επαγωγή 1 σημδ. γαλλ. induction]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επαγωγικός 1 -ή -ό [epaγojikós] Ε1 : (λογ.) που αναφέρεται στην επαγωγή 1. ANT παραγωγικός: ~ συλλογισμός. Επαγωγική μέθοδος.
επαγωγικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐπαγωγικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επαγωγικός 2 -ή -ό : (φυσ.) που αναφέρεται στην επαγωγή 2: Επαγωγικά φαινόμενα. Επαγωγικό ρεύμα, που παράγεται με επαγωγή 2. Επαγωγικό πηνίο / κύκλωμα.
[λόγ. επαγωγ(ή) 2 -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επαγώγιμο το [epaγójimo] Ο40 : (φυσ., τεχνολ.) σύστημα αγωγών ηλεκτρικής μηχανής, στο οποίο παράγεται επαγωγικό ρεύμα.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. επαγώγιμος < επαγωγ(ή) -ιμος μτφρδ. γαλλ. inducteur (διαφ. το ελνστ. ἐπαγώγιμος `εισαγμένος΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- επαγωνίζομαι.
-
- Αγωνίζομαι, προσπαθώ:
- (Σπαν. V 164).
[αρχ. επαγωνίζομαι]
- Αγωνίζομαι, προσπαθώ: