Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εναποθηκεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εναποθηκεύω [enapoθikévo] -ομαι Ρ5.1 : βάζω κτ. σε αποθήκη, για να το φυλάξω ή για να το διατηρήσω· αποθηκεύω.

[λόγ. εν- αποθηκεύω μτφρδ. γαλλ. emmagasiner]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες