Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελλείπω [elípo] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) λείπω από κάπου, δε βρίσκομαι στην αναμενόμενη θέση: Ελλείπει η αρχή του χειρογράφου.
[λόγ. < αρχ. ἐλλείπω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελλείπων -ουσα -ον [elípon] Ε12 : (λόγ.) που ελλείπει, που δε βρίσκεται στην αναμενόμενη θέση: Tο ελλείπον τμήμα του χειρογράφου.
[λόγ. < αρχ. ἐλλείπων μεε. του ἐλλείπω]