Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελέω [eléo] επίρρ. : α.στην απαρχαιωμένη έκφραση ~ Θεού, φράση συνοδευτική τίτλου ανώτατου κληρικού ή μονάρχη, η οποία δήλωνε ότι η εξουσία του πηγάζει από το Θεό. β. σε περιπτώσεις που η στενή σχέση με ισχυρά πρόσωπα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ευνοϊκή αντιμετώπιση: ~ θείου έγινε προϊστάμενος. γ. σε περιπτώσεις που επικαλούμαστε κπ. ή κτ., για να πραγματοποιήσουμε το σκοπό μας: ~ εκδημοκρατισμού των ενόπλων δυνάμεων προχώρησε σε μαζικές αποστρατείες αξιωματικών.
[λόγ. < μσν. φρ. ελέω Θεού & σημδ. μσνλατ. Dei gratia (στη σημ. α) < αρχ. ἐλέῳ δοτ. του ουσ. ἔλεος (δες λ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελεώ [eleó] Ρ10.9α απαρχ. τ. προστ. αορ. ελέησον* & ελεούμαι [eleúme] Ρ10.9β : 1.αισθάνομαι έλεος, οίκτο, συμπόνοια για κπ., τον λυπάμαι, τον ευσπλαχνίζομαι και γι΄ αυτό τον βοηθώ: ~ / ελεούμαι κπ. Ελέησέ μας και σώσε μας απ΄ το κακό. Ποιος θα ελεηθεί τη δύστυχη μάνα; 2. δίνω ελεημοσύνη σε κπ.: Ελεήστε με τον αόμματο / το φτωχό. 3. (σπάν.) ελεούμαι, έχω τον οίκτο, τη συμπόνοια άλλων για μένα, τη συμπαράσταση και τη βοήθειά τους: Aυτοί που ελεούν τους άλλους, αυτοί και θα ελεηθούν.
[λόγ. < αρχ. ἐλεῶ, ἐλεοῦμαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- ελεώ· ελώ· ’λεώ.
-
- 1) Ευσπλαχνίζομαι, βοηθώ:
- (Διγ. Z 241), (Αχιλλ. O 710)·
- φρ. Κύριε ελέησον:
- (Διήγ. πανωφ. 60).
- 2) Δίνω ελεημοσύνη:
- τους ξένους πάντα σύντρεχε τους δε πτωχούς ελέα (Περί ξεν. 451).
- 3) (Η προστ. αορ. ως επιφ.) έλεος:
- Εγνώρισα την φάλλιαμ μου τώρα και κλαίγω: «ελέησον, ελέησον, ελέησόν με» λέγω (Κυπρ. ερωτ. 1446).
- Το θηλ. της μτχ. ενεστ. ως επίθ. της Παναγίας:
- Χαίρε, Μήτηρ Ελεούσα (Ύμν. Παναγ. 17).
[αρχ. ελεέω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ευσπλαχνίζομαι, βοηθώ: