Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυροφέρνω [jiroférno] Ρ (βλ. φέρνω) πρτ. και γυρόφερνα, αόρ. και γυρόφερα : (οικ.) 1. περιφέρομαι, τριγυρίζω: Δεν έχει δουλειά και κάθε μέρα γυροφέρνει στην αγορά. || Mέρες τώρα το ~ στο μυαλό μου, για κτ. που με απασχολεί. 2. πολιορκώ κπ. για να πετύχω κτ., αποσκοπώντας σε κτ.: Πολλοί τη γυροφέρνουν. || Mε γυροφέρνει η γρίπη, αισθάνομαι τα πρώτα συμπτώματα.
[γυρο- + φέρνω]