Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυναικοφέρνω [jinekoférno] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. γυναικόφερνα : κυρίως για άντρα, συμπεριφέρομαι σαν γυναίκα, έχω γυναικείους τρόπους και φερσίματα, μιμούμαι τις γυναίκες στην εμφάνιση, στη στάση, στο βάδισμα, στη φωνή· γυναικίζω.
[γυναικο- + -φέρνω 1]