Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυναικοκρατούμαι [jinekokratúme] Ρ10.9β : για επαγγελματικό ή άλλο χώρο στον οποίο υπερέχουν αριθμητικά οι γυναίκες. ANT ανδροκρατούμαι: Ο σύλλογός μας γυναικοκρατείται / είναι γυναικοκρατούμενος. H εκπαίδευση γυναικοκρατείται.
[λόγ. < αρχ. γυναικοκρατοῦμαι `διοικούμαι από γυναίκες΄]