Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυαλοκοπώ [jalokopó] & -άω Ρ10.1α : (οικ.) για κτ. που λάμπει, που γυαλίζει πάρα πολύ: Tα ασημένια μαχαιροπίρουνα γυαλοκοπούσαν. H θάλασσα γυαλοκοπάει στον ήλιο.
[μσν. *γυαλοκοπώ (πρβ. μσν. γυαλόκοπος `που λάμπει σαν το γυαλί΄) < γυαλ(ί) -ο- + -κοπώ]